ἀπῇρεν

ἀπῇρεν
ἀπαίρω
lift off
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀπῆρεν — ἀπαίρω lift off aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτροπεύομαι — (Α) [κακότροπος] φέρομαι με κακό τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς Χαλκίδα», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • ξενολογώ — ξενολογῶ, έω (Α) [ξενολόγος] 1. στρατολογώ ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἀπῇρεν εἰς Ἀντιόχειαν, καὶ ἐξενολόγει», ΠΔ) 2. φρ. «ξενολογῶ ἔλεον παρά τινος» ζητώ συμπάθεια από κάποιον ξένο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”